χεροβολιά

χεροβολιά
η
1) горсть; пригоршня; 2) пук, связка; 3) сноп

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "χεροβολιά" в других словарях:

  • χεροβολιά — η, Ν 1. το να πιάνει κανείς κάτι με το χέρι, λαβή, πιάσιμο 2. χερόβολο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χερόβολο + κατάλ. ιά (πρβλ. κουταλ ιά)] …   Dictionary of Greek

  • χεροβολιά — η βλ. χερόβολο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δράγμα — ( ατος), το (AM δράγμα, το Μ και δράγμα και δράμα, η) [δράττομαι] η ποσότητα που μπορεί κάποιος να κρατήσει στο χέρι του, «φούχτα», χεροβολιά, δραξιά μσν. μικρή, ελάχιστη ποσότητα αρχ. 1. δέμα, δεμάτι 2. αθέριστο σιτάρι, σπαρτό 3. οι πρώτοι… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»